εἰλημμένων

εἰλημμένων
λαμβάνω
a
perf part mp fem gen pl
λαμβάνω
a
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαμβάνομαι — λαμβάνομαι, (ελήφθη ελήφθησαν) βλ. πίν. 166 Σημειώσεις: λαμβάνομαι : ο τύπος ελήφθη (παρά το γεγονός ότι είναι λόγιος) χρησιμοποιείται ευρύτατα στη λήψη ραδιοσημάτων, στη στερεότυπη έκφραση ελήφθη, over. Η λόγια μτχ. ειλημμένος έχει επιβιώσει… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”